αργά

αργά
(συγκρ. αργότερα), επίρρ.
1. τροπ., όχι γρήγορα, σιγά: Περπατούσε στο δρόμο αργά και με το κεφάλι σκυφτό.
2. χρον., μετά την κανονική ώρα: Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε πολύ αργά.
3. το βράδυ, τη νύχτα: Κάθε αυγή και κάθε αργά (παροιμ. φράση).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἄργα — Ἄργᾱ , Ἄργη fem nom/voc/acc dual Ἄργᾱ , Ἄργη fem nom/voc sg (doric aeolic) Ἄργᾱ , Ἄργος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργά — (Μ ἀργά) επίρρ. [αργός II] 1. σιγά, χωρίς βιασύνη 2. άκαιρα, παράκαιρα 3. το βραδάκι 4. μετά το πέρασμα μιας ορισμένης ώρας 5. σε προχωρημένη βραδινή ώρα 6. ως ουσ. το βράδι 7. φρ. α) «αργά ή γρήγορα» κάποτε στο μέλλον αλλά εξάπαντος β) «κάλλιο… …   Dictionary of Greek

  • ἀργά — ἀργός 1 shining neut nom/voc/acc pl ἀργά̱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc/acc dual ἀργά̱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀ̱ργά , ἀργός 2 not working the ground neut nom/voc/acc pl ἀ̱ργά̱ , ἀργός 2 not working the ground fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀργᾶ — Ἀργᾶς masc gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλλὰ τὰ μὲν προβέβηκεν, ἀμήχανόν ἐστι γένεσθαι Ἀργά. — См. Что о том тужить, чего нельзя воротить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τἄργα — Ἄργᾱ , Ἄργη fem nom/voc/acc dual Ἄργᾱ , Ἄργη fem nom/voc sg (doric aeolic) Ἄργᾱ , Ἄργος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἔργα , ἔργον weorc neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργάεντα — ἀργά̱εντα , ἀργήεις white neut nom/voc/acc pl (doric) ἀργά̱εντα , ἀργήεις white masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄργας — Ἄργᾱς , Ἄργη fem acc pl Ἄργᾱς , Ἄργη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργάν — ἀργά̱ν , ἀργός 1 shining fem acc sg (doric aeolic) ἀ̱ργά̱ν , ἀργός 2 not working the ground fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργάς — ἀργά̱ς , ἀργός 1 shining fem acc pl ἀ̱ργά̱ς , ἀργός 2 not working the ground fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”